ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… … Dictionary of Greek
ερυσίπελας — το, ατος δερματική φλεγμονή που οφείλεται σε στρεπτόκοκκο, αλλ. ανεμοπύρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Erysipele — Érysipèle L érysipèle ou érésipèle (nom masculin) du grec ἐρυσίπελας (peau rouge), est une dermo hypodermite aiguë non nécrosante (infection du derme et de l hypoderme) survenant autour d une affection cutanée mal ou non soignée (plaie, impétigo … Wikipédia en Français
Érysipèle — Classification et ressources externes Érysipèle de la face dû à une infection invasive à streptocoque. CIM 10 … Wikipédia en Français
Érésipèle — Érysipèle L érysipèle ou érésipèle (nom masculin) du grec ἐρυσίπελας (peau rouge), est une dermo hypodermite aiguë non nécrosante (infection du derme et de l hypoderme) survenant autour d une affection cutanée mal ou non soignée (plaie, impétigo … Wikipédia en Français
ερυσιπελατώδης — ες (AM ἐρυσιπελατώδης, ες) [ερυσίπελας] αυτός που μοιάζει με ερυσίπελας («ἐρυσιπελατώδεις φλεγμοναί», Διόσκ.). επίρρ... ἐρυσιπελατωδῶς (Α) με τρόπο ερυσιπελατώδη («ἐρυσιπελατωδῶς ἔχειν», Γαλ.) … Dictionary of Greek
Erysipelas — Infobox Disease Name = Erysipelas Caption = Erysipelas DiseasesDB = 4428 ICD10 = ICD10|A|46|0|a|30 ICD9 = ICD9|035 ICDO = OMIM = MedlinePlus = 000618 eMedicineSubj = derm eMedicineTopic = 129 MeshID = D004886Erysipelas (Greek ερυσίπελας red skin… … Wikipedia
Эризипелоид — Колонии культуры Erysipelothrix rhusiopathiae на кровяном агаре МКБ 10 A … Википедия
Erisipela — (Del lat. erysipelas < gr. ereutho, enrojecer + pelas, cerca.) ► sustantivo femenino MEDICINA Enfermedad contagiosa, caracterizada por la inflamación y enrojecimiento de la piel, principalmente en cara, cuello, brazos y manos, con… … Enciclopedia Universal
άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… … Dictionary of Greek
άπελος — ἄπελος, το (Μ) πληγή που δεν έχει επουλωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. πελάζω «πλησιάζω». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από α στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το δέρμα (πρβλ. ερυσίπελας «φλεγμονή του… … Dictionary of Greek